-
1 ανακομιζω
Pind. ἀγκομίζω1) тж. med. перевозить, доставлять (преимущ. вверх по течению, вглубь страны и т.п.)(τὰ ὅπλα εἰς τέν ἀκρόπολιν Xen.; τιμέν πρός τινα Arst.)
ἀνακομισθέντων πάντων Her. — когда все были доставлены (по Нилу в Мемфис);τὰ ἐπιτήδεια ἀνακεκομισμένοι ἐν τοῖς ἰσχυροῖς Xen. — перевезя продовольствие в укрепленные пункты2) возвращать обратно(τινά Xen.)
; med.-pass. возвращаться(ἀσφαλῶς ἀνακομισθῆναι Plut.)
Αἰγίνῃ ὄντες ἐπ΄ οἴκου ἀνακομιζόμενοι Thuc. — находящиеся в Эгине на пути домой;ἀνακομισθεὴς ἐς Πελοπόννησον Plut. — вернувшись в Пелопоннес3) уводить, уносить; med.-pass. ускользать(ἐκ τῆς ναυαγίας Polyb.)
ἀνακομίζεσθαι ἑαυτὸν ἐκ τῆς πρός τινα συνηθείας Plut. — прекратить общение с кем-л.4) med. вестиπρόσωθεν ἀνακομίζεσθαί τι Eur. — начать издалека рассказ о чем-л.
5) med. приводить в исполнение, довершать(τὸ ἔπος τινός Pind.)
-
2 ἀνα-κομίζω
ἀνα-κομίζω, hinauf bringen, ἀνακομισϑέντων τούτων, nachdem sie den Nil stromaufwärts gefahren, Her. 2, 115; τὰ ὅπλα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 3, 14. – Med., für sich zusammenbringen, χωρία, ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1; ἔπος, einen Ausspruch erfüllen, Pind. P. 4, 9; τύχην Eur. Hipp. 831; Dion. H. 3, 23 u. öfter Plut. – Pass., zurückkehren, Pol. ἀνακομισϑῆναι 2, 96, 14; οἱ ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισϑέντες, die aus dem Schiffbruch Geretteten, 1, 38, 5; vgl. Her. 5, 85.
См. также в других словарях:
ναυάγιο — Ολοκληρωτική απώλεια ενός πλοίου, που είτε εξαφανίζεται κάτω από τα κύματα είτε καταστρέφεται σε βαθμό που να μη μπορεί πια να επιδιορθωθεί. Κατά την αρχαιότητα και ιδιαίτερα έξω από τη Μεσόγειο, καθώς επίσης και κατά τον Μεσαίωνα, σε διάφορες… … Dictionary of Greek